- αντισηκώνω
- -ήκωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ανασηκώνω κάτι λίγο, ισοσταθμίζω: Αντισηκώθηκε, για να δει από το παράθυρο ποιον γάβγιζαν τα σκυλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντισηκώνω — (Α ἀντισηκῶ, όω) νεοελλ. 1. σηκώνω λιγάκι 2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός) αρχ. 1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω 2. ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός… … Dictionary of Greek